αντιστρεπτότητα

αντιστρεπτότητα
η
(Φυσ.) το να είναι κάτι αντιστρεπτό, να επιδέχεται αντιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιστρεπτός. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reversibility < reversible «αντιστρεπτός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιστρεπτότητα — η η ιδιότητα του αντιστρεπτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”